- σπερματόρροια
- η, Νιατρ. η ακούσια εκροή σπέρματος ή μόνον εκκρίματος τών σπερματοδόχων κύστεων ή τού προστάτη, χωρίς αίσθημα ηδονής, συχνά κατά την αφόδευση ή την ούρηση επί χρόνιων νόσων ή διαταραχών τής φυτικής νευρώσεως τών σπερματικών οδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatorrhoea (< σπέρμα, -ατος + -ρροια < -ρρους < ῥοῦς). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.